- υπογάστριος
- ος, ο[ν] относящийся к нижней части живота; расположенный в нижней части живота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπογάστριος — α, ο / ὑπογάστριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριον το κατώτερο μέρος τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους… … Dictionary of Greek
ὑπογαστρίους — ὑπογάστριος sexual masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογάστρι' — ὑπογάστρια , ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut nom/voc/acc pl ὑπογάστρια , ὑπογάστριος sexual neut nom/voc/acc pl ὑπογάστριε , ὑπογάστριος sexual masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογάστριον — the lower belly from the navel downwards neut nom/voc/acc sg ὑπογάστριος sexual masc/fem acc sg ὑπογάστριος sexual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek
ητριαίος — ἠτριαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στο υπογάστριο, τού υπογαστρίου,τής κοιλιάς 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἠτριαῑον το στομάχι, η κοιλιά 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡτριαία η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήτρον «υπογάστριος» + ιαίος (πρβλ. νεφρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
καχεπιγάστριος — κατεπιγάστριος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από την κοιλιά, υπογάστριος («μύες κατεπιγάστριοι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπι γάστριος «αυτός που βρίσκεται επί τής κοιλίας»] … Dictionary of Greek
λαγονοϋπογάστριος — α, ο ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λαγόνες και στο υπογάστριο συγχρόνως («λαγονοϋπογάστριο νεύρο» κλάδος τού 1ου οσφυϊκού νεύρου που διανέμεται στη λαγόνια και στην υπογάστρια χώρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγών, όνος + υπογάστριος. Η λ. είναι… … Dictionary of Greek
υπογάστριο — (Ανατ.). Το κατώτερο μέρος της κοιλιάς, όπου βρίσκονται τα ουροποιητικά όργανα, διαφορετικά στα δύο φύλα. Από τα σπλάχνα που περικλείνει, δύο μόνον είναι κοινά στα δύο γένη: η κύστη και το τελικό μέρος του παχέος εντέρου. Στη γυναίκα… … Dictionary of Greek
ὑπογαστρίοις — ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut dat pl ὑπογάστριος sexual masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογαστρίου — ὑπογάστριον the lower belly from the navel downwards neut gen sg ὑπογάστριος sexual masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)